μεταπελευθερωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταπελευθερωτικός η μεταπελευθερωτική το μεταπελευθερωτικό
      γενική του μεταπελευθερωτικού της μεταπελευθερωτικής του μεταπελευθερωτικού
    αιτιατική τον μεταπελευθερωτικό τη μεταπελευθερωτική το μεταπελευθερωτικό
     κλητική μεταπελευθερωτικέ μεταπελευθερωτική μεταπελευθερωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταπελευθερωτικοί οι μεταπελευθερωτικές τα μεταπελευθερωτικά
      γενική των μεταπελευθερωτικών των μεταπελευθερωτικών των μεταπελευθερωτικών
    αιτιατική τους μεταπελευθερωτικούς τις μεταπελευθερωτικές τα μεταπελευθερωτικά
     κλητική μεταπελευθερωτικοί μεταπελευθερωτικές μεταπελευθερωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταπελευθερωτικός < μετα- + απελευθερωτικός

Επίθετο

μεταπελευθερωτικός

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.