λευτερώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λευτερώνω < ελευθερώνω < αρχαία ελληνική ἐλευθερόω / ἐλευθερῶ < ἐλεύθερος
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.fteˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λευ‐τε‐ρώ‐νω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λευτερώνω | λευτέρωνα | θα λευτερώνω | να λευτερώνω | λευτερώνοντας | |
| β' ενικ. | λευτερώνεις | λευτέρωνες | θα λευτερώνεις | να λευτερώνεις | λευτέρωνε | |
| γ' ενικ. | λευτερώνει | λευτέρωνε | θα λευτερώνει | να λευτερώνει | ||
| α' πληθ. | λευτερώνουμε | λευτερώναμε | θα λευτερώνουμε | να λευτερώνουμε | ||
| β' πληθ. | λευτερώνετε | λευτερώνατε | θα λευτερώνετε | να λευτερώνετε | λευτερώνετε | |
| γ' πληθ. | λευτερώνουν(ε) | λευτέρωναν λευτερώναν(ε) |
θα λευτερώνουν(ε) | να λευτερώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λευτέρωσα | θα λευτερώσω | να λευτερώσω | λευτερώσει | ||
| β' ενικ. | λευτέρωσες | θα λευτερώσεις | να λευτερώσεις | λευτέρωσε | ||
| γ' ενικ. | λευτέρωσε | θα λευτερώσει | να λευτερώσει | |||
| α' πληθ. | λευτερώσαμε | θα λευτερώσουμε | να λευτερώσουμε | |||
| β' πληθ. | λευτερώσατε | θα λευτερώσετε | να λευτερώσετε | λευτερώστε | ||
| γ' πληθ. | λευτέρωσαν λευτερώσαν(ε) |
θα λευτερώσουν(ε) | να λευτερώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λευτερώσει | είχα λευτερώσει | θα έχω λευτερώσει | να έχω λευτερώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λευτερώσει | είχες λευτερώσει | θα έχεις λευτερώσει | να έχεις λευτερώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λευτερώσει | είχε λευτερώσει | θα έχει λευτερώσει | να έχει λευτερώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λευτερώσει | είχαμε λευτερώσει | θα έχουμε λευτερώσει | να έχουμε λευτερώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λευτερώσει | είχατε λευτερώσει | θα έχετε λευτερώσει | να έχετε λευτερώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λευτερώσει | είχαν λευτερώσει | θα έχουν λευτερώσει | να έχουν λευτερώσει |
| |
Μεταφράσεις
λευτερώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.