ελευθεριάζων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελευθεριάζων η ελευθεριάζουσα το ελευθεριάζον
      γενική του ελευθεριάζοντος της ελευθεριάζουσας
& ελευθεριαζούσης*
του ελευθεριάζοντος
    αιτιατική τον ελευθεριάζοντα την ελευθεριάζουσα το ελευθεριάζον
     κλητική ελευθεριάζων ελευθεριάζουσα ελευθεριάζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελευθεριάζοντες οι ελευθεριάζουσες τα ελευθεριάζοντα
      γενική των ελευθεριαζόντων των ελευθεριαζουσών των ελευθεριαζόντων
    αιτιατική τους ελευθεριάζοντες τις ελευθεριάζουσες τα ελευθεριάζοντα
     κλητική ελευθεριάζοντες ελευθεριάζουσες ελευθεριάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελευθεριάζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ελευθεριάζω < αρχαία ελληνική ἐλευθεριάζω < ἐλευθέριος < ἐλεύθερος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁lewdʰ- (αυξάνω, αναπτύσσομαι)

Μετοχή

ελευθεριάζων, -ουσα, -ον

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.