τυραννικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τυραννικός | η | τυραννική | το | τυραννικό |
| γενική | του | τυραννικού | της | τυραννικής | του | τυραννικού |
| αιτιατική | τον | τυραννικό | την | τυραννική | το | τυραννικό |
| κλητική | τυραννικέ | τυραννική | τυραννικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τυραννικοί | οι | τυραννικές | τα | τυραννικά |
| γενική | των | τυραννικών | των | τυραννικών | των | τυραννικών |
| αιτιατική | τους | τυραννικούς | τις | τυραννικές | τα | τυραννικά |
| κλητική | τυραννικοί | τυραννικές | τυραννικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τυραννικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυραννικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.ɾaˈni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐ραν‐νι‐ικός
Επίθετο
τυραννικός
- (για πολίτευμα) που είχε σχέση με την τυραννία, με έναν τυράννου
- ↪ η τυραννική εξουσία στην αρχαία Ελλάδα
- (μεταφορικά) που τυραννάει
- ασκεί βία ή εξαναγκασμό
- ↪ ο πατέρας τους ήταν ένας τυραννικός άνθρωπος
- που ταλαιπωρεί σωματικά ή ψυχικά
- ↪ τυραννική αρρώστια
- ασκεί βία ή εξαναγκασμό
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη τύραννος
Μεταφράσεις
για πολίτευμα
|
(μεταφορικά)
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τυραννικός | ἡ | τυραννική | τὸ | τυραννικόν |
| γενική | τοῦ | τυραννικοῦ | τῆς | τυραννικῆς | τοῦ | τυραννικοῦ |
| δοτική | τῷ | τυραννικῷ | τῇ | τυραννικῇ | τῷ | τυραννικῷ |
| αιτιατική | τὸν | τυραννικόν | τὴν | τυραννικήν | τὸ | τυραννικόν |
| κλητική ὦ! | τυραννικέ | τυραννική | τυραννικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | τυραννικοί | αἱ | τυραννικαί | τὰ | τυραννικᾰ́ |
| γενική | τῶν | τυραννικῶν | τῶν | τυραννικῶν | τῶν | τυραννικῶν |
| δοτική | τοῖς | τυραννικοῖς | ταῖς | τυραννικαῖς | τοῖς | τυραννικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | τυραννικούς | τὰς | τυραννικᾱ́ς | τὰ | τυραννικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | τυραννικοί | τυραννικαί | τυραννικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυραννικώ | τὼ | τυραννικᾱ́ | τὼ | τυραννικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | τυραννικοῖν | τοῖν | τυραννικαῖν | τοῖν | τυραννικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τυραννικός < τύρανν(ος) + -ικός
Επίθετο
τῠραννικός, -ή, -όν , συγκριτικός : τυραννικώτερος
- (πολιτική) που έχει σχέση ή αναφέρεται σε τύραννο
- ↪ τυραννικὴ ξυνωμοσία (συνωμοσία υπέρ τυράννου)
- που έχει σχέση ή ανήκει σε άρχοντα, βασιλιά
- ↪ κύκλος τυραννικός (συνέδριο βασιλέων)
Παράγωγα
- τὰ τυραννικά (ουδέτερο)
- τυραννικῶς (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τύραννος
Πηγές
- τυραννικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τυραννικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.