βάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βιβάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈva.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐ζω
- ομόηχο: βάζο
Ρήμα
βάζω, πρτ.: έβαζα, στ.μέλλ.: θα βάλω, αόρ.: έβαλα, π.αόρ.: βάλθηκα, μτχ.π.π.: βαλμένος
- μετακινώ κάτι και το αφήνω σε ένα σημείο
- συμπληρώνω, γράφω, σημειώνω λέξη, γράμμα ή αριθμό ή άλλο σύμβολο σε κενό ενός εγγράφου, δελτίου ή φόρμας
- ↪ έπαιξα ΠΡΟΠΟ και στον πρώτο αγώνα έβαλα Χ
- (για ρούχα) φορώ, ντύνω ή ντύνομαι
- (σε περιφράσεις) εκτελώ την ενέργεια ή προκαλώ το αποτέλεσμα που υποδηλώνει η επόμενη λέξη (συνήθως ουσιαστικό)
- ↪ βάζω φωτιά/πυρκαγιά/μπουρλότο
- ↪ βάζω βαθμό: αξιολογώ και βαθμολογώ
- ↪ βάζω τρικλοποδιά
- ↪ βάζω γκολ: πετυχαίνω, σημειώνω γκολ
- ↪ βάζω σημάδι: σημαδεύω
- ↪ βάζω στο σημάδι: κάνω κάποιον στόχο μιας επίθεσης
- ↪ βάζω τέλος: σταματώ, τερματίζω κάτι
- ↪ βάζω μπρος / μπροστά: εκκινώ κάτι, ένα μηχάνημα ή μια προσπάθεια, εργασία, επιχείρηση
- (στην παθητική φωνή, μόνο στους συνοπτικούς χρόνους) έχω βάλει κάτι στο μυαλό μου και προσπαθώ να το πετύχω
- ↪ Δεν ξέρω τι σου έχω κάνει και βάλθηκες να με καταστρέψεις. (...και προσπαθείς τόσο πολύ να με καταστρέψεις)
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- βάζω (κάποιον) στο μάτι: παρακολουθώ τις ενέργειες κάποιου που μου έδωσε αφορμή να τον αντιπαθήσω / καταφέρομαι,με οποιαδήποτε αφορμή, εναντίον κάποιου
- βάζω κιλά: γίνομαι πιο βαρύς, παίρνω κιλά, χοντραίνω
- βάζω πλώρη
- βάζω στεφάνι
- και βάλε: και κάτι, και λίγο επιπλέον
- ήταν τριάντα κιλά και βάλε
- τα βάζω με κάποιον: ξεκινώ μια διαμάχη
- ※ Θύμωνα, τα 'βαζα μαζί της και περισσότερο με τον εαυτό μου. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- βάλ' του ρίγανη
Συγγενικά
- άβαλτος
- ανάβαλμα
- απαράβαλτος
- απόβαλμα
- βαλμένος & σύνθετα
- βάλσιμο
- βαλτός
- επίβαλτος
- κακόβαλμα
- κακοβαλμένος
- καλοβαλμένος
- καλόβαλτος
- ξαναβάλσιμο
- ομορφόβαλτος
- πρωτόβαλτος
σύνθετα με βάζω (δείτε και τα συγγενικά τους)
σύνθετα με το αρχαίο βιβάζω
- αναβιβάζω
- αποβιβάζω
- διαβιβάζω
- επαναμεταβιβάζω
- επιβιβάζω
- καταβιβάζω
- μεταβιβάζω
- μετεπιβιβάζω
- προβιβάζω
- συμβιβάζω
- υποβιβάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βάζω | έβαζα | θα βάζω | να βάζω | βάζοντας | |
| β' ενικ. | βάζεις | έβαζες | θα βάζεις | να βάζεις | βάζε | |
| γ' ενικ. | βάζει | έβαζε | θα βάζει | να βάζει | ||
| α' πληθ. | βάζουμε | βάζαμε | θα βάζουμε | να βάζουμε | ||
| β' πληθ. | βάζετε | βάζατε | θα βάζετε | να βάζετε | βάζετε | |
| γ' πληθ. | βάζουν(ε) | έβαζαν βάζαν(ε) |
θα βάζουν(ε) | να βάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έβαλα | θα βάλω | να βάλω | βάλει | ||
| β' ενικ. | έβαλες | θα βάλεις | να βάλεις | βάλε | ||
| γ' ενικ. | έβαλε | θα βάλει | να βάλει | |||
| α' πληθ. | βάλαμε | θα βάλουμε | να βάλουμε | |||
| β' πληθ. | βάλατε | θα βάλετε | να βάλετε | βάλτε | ||
| γ' πληθ. | έβαλαν βάλαν(ε) |
θα βάλουν(ε) | να βάλουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βάλει | είχα βάλει | θα έχω βάλει | να έχω βάλει | ||
| β' ενικ. | έχεις βάλει | είχες βάλει | θα έχεις βάλει | να έχεις βάλει | έχε βαλμένο | |
| γ' ενικ. | έχει βάλει | είχε βάλει | θα έχει βάλει | να έχει βάλει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βάλει | είχαμε βάλει | θα έχουμε βάλει | να έχουμε βάλει | ||
| β' πληθ. | έχετε βάλει | είχατε βάλει | θα έχετε βάλει | να έχετε βάλει | έχετε βαλμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν βάλει | είχαν βάλει | θα έχουν βάλει | να έχουν βάλει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βαλμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βαλμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βαλμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βαλμένο | |||||
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.