εμβάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εμβάζω
- δίνω εντολή για μεταφορά χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου, συνήθως σε ξένη χώρα.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.