τερματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Δρομέας που μόλις τερμάτισε.

Ετυμολογία

τερματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τερματίζω < αρχαία ελληνική τέρμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *térmn̥ (τέρμα, όριο)

Προφορά

ΔΦΑ : /teɾ.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τερματίζω

Ρήμα

τερματίζω, αόρ.: τερμάτισα, παθ.φωνή: τερματίζομαι, π.αόρ.: τερματίστηκα, μτχ.π.π.: τερματισμένος

  1. δίνω τέλος σε κάτι, σταματώ, ολοκληρώνω
    Πρέπει να τερματίσουμε τις διαδικασίες.
  2. φτάνω στο τέρμα μιας πορείας, ενός δρόμου
    Ο μαραθωνοδρόμος μας τερμάτισε στην 7η θέση.
  3. (τεχνολογία) βάζω ακροδέκτη σε ηλεκτρικό καλώδιο (ήχου, εικόνας, σύνδεσης συσκευών κ.λπ.)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τέρμα

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τερματίζω < αρχαία ελληνική τέρμα, τερματ- + -ίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *térmn̥ (τέρμα, όριο)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.