τοποθετώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τοποθετώ < ελληνιστική κοινή τοποθετέω / τοποθετῶ < αρχαία ελληνική τόπος + τίθημι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική placer)

Προφορά

ΔΦΑ : /to.po.θeˈto/

Ρήμα

τοποθετώ, πρτ.: τοποθετούσα, στ.μέλλ.: θα τοποθετήσω, αόρ.: τοποθέτησα, παθ.φωνή: τοποθετούμαι, μτχ.π.π.: τοποθετημένος

  1. βάζω κάποιον ή κάτι σε κατάλληλη θέση
    Πού πρέπει να τοποθετήσω αυτό το βιβλίο;
  2. προδιορίζω κάτι στο χώρο και το χρόνο με βάση κάποια στοιχεία
    οι αρχαιολόγοι τοποθετούν τον αρχαίο οικισμό στα βόρεια της σημερινής πόλης
    • για έργα δημιουργικής φαντασίας
      ο συγγραφέας τοποθετεί τους ήρωές του στην Αθήνα του μεσοπολέμου
  3. διορίζω, ορίζω κάποιον σε θέση ή αξίωμα
    ο υπουργός τοποθέτησε στη θέση του γενικού γραμματέα του υπουργείου τον κύριο τάδε
  4. (για χρήματα) επενδύω
    τοποθέτησε όλα του τα χρήματα σε μετοχές υψηλού ρίσκου
  5. κατατάσσω/εντάσσω κάποιον ή κάτι σε μια κατηγορία
    συνηθίζεται να τοποθετούμε τον Τέλλο Άγρα στους νεορομαντικούς ποιητές του μεσοπολέμου

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.