προβιβάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προβιβάζω < αρχαία ελληνική προβιβάζω < πρό + βιβάζω < βαίνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική promouvoir)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.viˈva.zo/
Ρήμα
προβιβάζω (παθητική φωνή: προβιβάζομαι)
Συγγενικά
- απροβίβαστος
- προβίβαση
- προβιβάσιμος
- προβιβασμένος
- προβιβασμός
- προβιβαστέος
- προβιβαστικός
- → δείτε τις λέξεις προ και βαίνω (αρχαία ελληνική βιβάζω)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προβιβάζω | προβίβαζα | θα προβιβάζω | να προβιβάζω | προβιβάζοντας | |
| β' ενικ. | προβιβάζεις | προβίβαζες | θα προβιβάζεις | να προβιβάζεις | προβίβαζε | |
| γ' ενικ. | προβιβάζει | προβίβαζε | θα προβιβάζει | να προβιβάζει | ||
| α' πληθ. | προβιβάζουμε | προβιβάζαμε | θα προβιβάζουμε | να προβιβάζουμε | ||
| β' πληθ. | προβιβάζετε | προβιβάζατε | θα προβιβάζετε | να προβιβάζετε | προβιβάζετε | |
| γ' πληθ. | προβιβάζουν(ε) | προβίβαζαν προβιβάζαν(ε) |
θα προβιβάζουν(ε) | να προβιβάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προβίβασα | θα προβιβάσω | να προβιβάσω | προβιβάσει | ||
| β' ενικ. | προβίβασες | θα προβιβάσεις | να προβιβάσεις | προβίβασε | ||
| γ' ενικ. | προβίβασε | θα προβιβάσει | να προβιβάσει | |||
| α' πληθ. | προβιβάσαμε | θα προβιβάσουμε | να προβιβάσουμε | |||
| β' πληθ. | προβιβάσατε | θα προβιβάσετε | να προβιβάσετε | προβιβάστε | ||
| γ' πληθ. | προβίβασαν προβιβάσαν(ε) |
θα προβιβάσουν(ε) | να προβιβάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προβιβάσει | είχα προβιβάσει | θα έχω προβιβάσει | να έχω προβιβάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προβιβάσει | είχες προβιβάσει | θα έχεις προβιβάσει | να έχεις προβιβάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προβιβάσει | είχε προβιβάσει | θα έχει προβιβάσει | να έχει προβιβάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προβιβάσει | είχαμε προβιβάσει | θα έχουμε προβιβάσει | να έχουμε προβιβάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προβιβάσει | είχατε προβιβάσει | θα έχετε προβιβάσει | να έχετε προβιβάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προβιβάσει | είχαν προβιβάσει | θα έχουν προβιβάσει | να έχουν προβιβάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.