βάζο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάζο τα βάζα
      γενική του βάζου των βάζων
    αιτιατική το βάζο τα βάζα
     κλητική βάζο βάζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα κινέζικο διακοσμητικό βάζο
ένα βάζο γεμάτο καφέ

Ετυμολογία

βάζο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vaso < λατινική vasum / vas

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάζο
ομόηχο: βάζω

Ουσιαστικό

βάζο ουδέτερο

  1. πήλινο, γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό ανοικτό δοχείο, που το χρησιμοποιούμε συνήθως ως διακοσμητικό
      Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο, μ' ένα βάζο λουλούδια ανάμεσά τους. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
  2. πήλινο, γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο με καπάκι, που το χρησιμοποιούμε συνήθως για φύλαξη τροφίμων ή ποτών

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.