κακοβάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακοβάζω < κακο- + βάζω

Ρήμα

κακοβάζω και κακοβάνω

  1. (κυριολεκτικά) βάζω κάτι σε κακή θέση
  2. (μεταφορικά) σκέφτομαι ότι μια υπόθεση μπορεί να έχει κακή τροπή
     συνώνυμα: κακομελετώ, κακολογιάζω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.