κακοβάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
κακοβάζω και κακοβάνω
- (κυριολεκτικά) βάζω κάτι σε κακή θέση
- (μεταφορικά) σκέφτομαι ότι μια υπόθεση μπορεί να έχει κακή τροπή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κακοβάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.