ανεβοκατεβάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεβοκατεβάζω < ανεβάζω -ο- κατεβάζω

Ρήμα

ανεβοκατεβάζω

  1. κατ' επανάληψη ανεβάζω κάτι και μετά το κατεβάζω και μετά χρειάζεται να το ξανανεβάσω
    Τι με κάνεις και ανεβοκατεβάζω εκατό φορές τα εργαλεία στον κήπο αφού βαριέσαι να φτιάξεις το φράχτη;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.