διαβιβάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαβιβάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβιβάζω < δια- + βιβάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.viˈva.zo/ & /ðʝa.viˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαβιβάζω

Ρήμα

διαβιβάζω, αόρ.: διαβίβασα, παθ.φωνή: διαβιβάζομαι, π.αόρ.: διαβιβάστηκα

  1. στέλνω μήνυμα, έγγραφο, πληροφορίες σε κάποιον μέσω άλλου προσώπου, άλλης οργάνωσης (πχ. υπηρεσίας), κλπ.
    ο αξιωματικός διαβίβασε υπηρεσιακό έγγραφο προς τους αρμόδιους, ζητώντας να πάρουν τα εξής μέτρα...
  2. μεταδίδω πληροφορίες, μήνυμα κλπ. εκ μέρους κάποιου
    ο εκπρόσωπος της οργάνωσης διαβίβασε τους χαιρετισμούς του προέδρου της στο ακροατήριο

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαβιβάζω < δια- + βιβάζω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.