απαράβαλτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαράβαλτος | η | απαράβαλτη | το | απαράβαλτο |
| γενική | του | απαράβαλτου | της | απαράβαλτης | του | απαράβαλτου |
| αιτιατική | τον | απαράβαλτο | την | απαράβαλτη | το | απαράβαλτο |
| κλητική | απαράβαλτε | απαράβαλτη | απαράβαλτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαράβαλτοι | οι | απαράβαλτες | τα | απαράβαλτα |
| γενική | των | απαράβαλτων | των | απαράβαλτων | των | απαράβαλτων |
| αιτιατική | τους | απαράβαλτους | τις | απαράβαλτες | τα | απαράβαλτα |
| κλητική | απαράβαλτοι | απαράβαλτες | απαράβαλτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
απαράβαλτος
- (παρωχημένο) απαράμιλλος
- «Κι ο τρίτος ο απαράβαλτος, ολάκριβος της Φήμης, / ο ατρόμητος κυβερνήτης, ο Μέγας Καππαδόκης, / του Χαλεπιού ο πολέμαρχος, των Άδανων ο κύρης. (Κωστής Παλαμάς)
Μεταφράσεις
απαράβαλτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.