εκκινώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκκινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκινῶ, συνηρημένος τύπος του ἐκκινέω] < ἐκ + κινέω / κινῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey-
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ciˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κι‐νώ
- τονικό παρώνυμο: εκείνο
Ρήμα
εκκινώ, πρτ.: εκκινοούσα, αόρ.: εκκίνησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο, κυριολεκτικά) άλλη μορφή του ξεκινώ
- (λόγιο, μεταφορικά) βασίζομαι σε μια λογική παραδοχή και αναπτύσσω τη σκέψη μου
- (πληροφορική) bootstrap: φορτώνω το λειτουργικό σύστημα από μη πτητική μνήμη (πχ. σκληρός δίσκος, μνήμη φλας, κλπ.) στην κεντρική μνήμη (πχ. RAM) του υπολογιστή
Συγγενικά
- εκκίνηση
- εκκινητήρας
- εκκινητήριος
- εκκινητής
- επανεκκίνηση
- → δείτε τις λέξεις εκ και κινώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκκινώ | εκκινούσα | θα εκκινώ | να εκκινώ | εκκινώντας | |
| β' ενικ. | εκκινείς | εκκινούσες | θα εκκινείς | να εκκινείς | (εκκίνει) | |
| γ' ενικ. | εκκινεί | εκκινούσε | θα εκκινεί | να εκκινεί | ||
| α' πληθ. | εκκινούμε | εκκινούσαμε | θα εκκινούμε | να εκκινούμε | ||
| β' πληθ. | εκκινείτε | εκκινούσατε | θα εκκινείτε | να εκκινείτε | εκκινείτε | |
| γ' πληθ. | εκκινούν(ε) | εκκινούσαν(ε) | θα εκκινούν(ε) | να εκκινούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκκίνησα | θα εκκινήσω | να εκκινήσω | εκκινήσει | ||
| β' ενικ. | εκκίνησες | θα εκκινήσεις | να εκκινήσεις | εκκίνησε | ||
| γ' ενικ. | εκκίνησε | θα εκκινήσει | να εκκινήσει | |||
| α' πληθ. | εκκινήσαμε | θα εκκινήσουμε | να εκκινήσουμε | |||
| β' πληθ. | εκκινήσατε | θα εκκινήσετε | να εκκινήσετε | εκκινήστε | ||
| γ' πληθ. | εκκίνησαν εκκινήσαν(ε) |
θα εκκινήσουν(ε) | να εκκινήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκκινήσει | είχα εκκινήσει | θα έχω εκκινήσει | να έχω εκκινήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκκινήσει | είχες εκκινήσει | θα έχεις εκκινήσει | να έχεις εκκινήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκκινήσει | είχε εκκινήσει | θα έχει εκκινήσει | να έχει εκκινήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκκινήσει | είχαμε εκκινήσει | θα έχουμε εκκινήσει | να έχουμε εκκινήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκκινήσει | είχατε εκκινήσει | θα έχετε εκκινήσει | να έχετε εκκινήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκκινήσει | είχαν εκκινήσει | θα έχουν εκκινήσει | να έχουν εκκινήσει |
| |
Μεταφράσεις
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.