προσπαθώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσπαθώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσπαθῶ (προσπαθέω) < προσπαθής < πρός + αρχαία ελληνική πάθος < πάσχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.spaˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σπα‐θώ
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐πα‐θώ
Ρήμα
προσπαθώ, αόρ.: προσπάθησα, παθ.φωνή: προσπαθιέμαι, π.αόρ.: προσπαθήθηκα, μτχ.π.π.: προσπαθημένος
- ενεργώ με κάθε τρόπο, ώστε να πετύχω κάτι
- αποπειρώμαι
Συγγενικά
- απροσπάθεια
- απροσπάθητα
- απροσπάθητος
- ξαναπροσπαθώ
- προσπάθεια
- προσπαθημένα
- προσπαθημένος
- προσπάθηση
- προσπαθίζω
- υπερπροσπάθεια
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσπαθώ | προσπαθούσα | θα προσπαθώ | να προσπαθώ | προσπαθώντας | |
| β' ενικ. | προσπαθείς | προσπαθούσες | θα προσπαθείς | να προσπαθείς | (προσπάθει) | |
| γ' ενικ. | προσπαθεί | προσπαθούσε | θα προσπαθεί | να προσπαθεί | ||
| α' πληθ. | προσπαθούμε | προσπαθούσαμε | θα προσπαθούμε | να προσπαθούμε | ||
| β' πληθ. | προσπαθείτε | προσπαθούσατε | θα προσπαθείτε | να προσπαθείτε | προσπαθείτε | |
| γ' πληθ. | προσπαθούν(ε) | προσπαθούσαν(ε) | θα προσπαθούν(ε) | να προσπαθούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσπάθησα | θα προσπαθήσω | να προσπαθήσω | προσπαθήσει | ||
| β' ενικ. | προσπάθησες | θα προσπαθήσεις | να προσπαθήσεις | προσπάθησε | ||
| γ' ενικ. | προσπάθησε | θα προσπαθήσει | να προσπαθήσει | |||
| α' πληθ. | προσπαθήσαμε | θα προσπαθήσουμε | να προσπαθήσουμε | |||
| β' πληθ. | προσπαθήσατε | θα προσπαθήσετε | να προσπαθήσετε | προσπαθήστε | ||
| γ' πληθ. | προσπάθησαν προσπαθήσαν(ε) |
θα προσπαθήσουν(ε) | να προσπαθήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσπαθήσει | είχα προσπαθήσει | θα έχω προσπαθήσει | να έχω προσπαθήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσπαθήσει | είχες προσπαθήσει | θα έχεις προσπαθήσει | να έχεις προσπαθήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσπαθήσει | είχε προσπαθήσει | θα έχει προσπαθήσει | να έχει προσπαθήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσπαθήσει | είχαμε προσπαθήσει | θα έχουμε προσπαθήσει | να έχουμε προσπαθήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσπαθήσει | είχατε προσπαθήσει | θα έχετε προσπαθήσει | να έχετε προσπαθήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσπαθήσει | είχαν προσπαθήσει | θα έχουν προσπαθήσει | να έχουν προσπαθήσει |
| |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.