προσπαθώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσπαθώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσπαθῶ (προσπαθέω) < προσπαθής < πρός + αρχαία ελληνική πάθος < πάσχω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.spaˈθo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσπαθώ
παλιότερος συλλαβισμός: προσπαθώ

Ρήμα

προσπαθώ, αόρ.: προσπάθησα, παθ.φωνή: προσπαθιέμαι, π.αόρ.: προσπαθήθηκα, μτχ.π.π.: προσπαθημένος

  1. ενεργώ με κάθε τρόπο, ώστε να πετύχω κάτι
  2. αποπειρώμαι

Συγγενικά

Κλίση

  • Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.