επιβιβάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιβιβάζω < αρχαία ελληνική ἐπιβιβάζω < ἐπί + βιβάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.viˈva.zo/
Ρήμα
επιβιβάζω (παθητική φωνή: επιβιβάζομαι)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- επιβιβασμένος
- επιβίβαση
- επιβιβασμός
- μετεπιβίβαση
- μετεπιβιβάζω
- → δείτε τη λέξη επιβαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.