διαμάχη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαμάχη | οι | διαμάχες |
| γενική | της | διαμάχης | των | διαμαχών |
| αιτιατική | τη | διαμάχη | τις | διαμάχες |
| κλητική | διαμάχη | διαμάχες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαμάχη < αρχαία ελληνική διαμάχη < διαμάχομαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάχη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.