ανεβάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεβάζω < (καθαρεύουσα) ἀνεβάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνεβάζω < (ελληνιστική κοινή) ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)

Ρήμα

ανεβάζω

  1. μετακινώ σε μεγαλύτερο ύψος, μεταφέρω ψηλότερα
    1. ( για αντικείμενο και αφηρημένο ουσιαστικό που δεν αποτελεί αίσθημα-συναίσθημα) το βάζω ψηλά, το αυξάνω, το μεταφέρω σε ανώτερη θέση ή σε μεγαλύτερη τιμή -δραχμών, μοιρών γεωγραφικού πλάτους, βαθμού μαθήματος, πίεσης αρτηριακής, θερμομέτρου, συλλαβής
    2. (για άνθρωπο) τον προάγω επαγγελματικά, τον εξυψώνω ως προσωπικότητα, του βελτιώνω τη διάθεση
    3. (για συναίσθημα) το τονώνω, το εξυψώνω, το βελτιώνω, το ενισχύω
  2. δημοσιοποιώ ή μοιράζομαι με πολύ κόσμο (ανεβάζω μια παράσταση που είχα σχεδιάσει, ανεβάζω ένα κείμενο ή μια φωτογραφία ή ένα βίντεο στο διαδίκτυο)
  3. (πληροφορική, διαδίκτυο) upload: μεταφέρω δεδομένα σε υπολογιστή δικτύου, συνηθέστερα σε διακομιστή (server) στο διαδίκτυο (internet)
     αντώνυμα: κατεβάζω

Συγγενικά

Εκφράσεις

Κλίση

Σημειώσεις

  • το παθητικό ανεβάζομαι είναι προφορικό και αδόκιμο για ανθρώπους (ή και κανονικά για όλα τα έμψυχα), αλλά γίνεται χρήση για άψυχα π.χ. για έπιπλα που ανεβάζονται στον πρώτο όροφο, για βαλίτσες που ανεβάστηκαν στο πλοίο-αεροπλάνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.