βάνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βάνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάνω < μεσαιωνική ελληνική βάλνω < αρχαία ελληνική βάλλω}[1]

Ρήμα

βάνω (ελλειπτικό ρήμα, μόνο στον ενεστώτα, χωρίς παθητική φωνή)

  • (λαϊκότροπο) βάζω
    χρειάζεται παράδειγμα

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας
α' ενικ. βάνω
β' ενικ. βάνεις
γ' ενικ. βάνει
α' πληθ. βάνουμε
β' πληθ. βάνετε
γ' πληθ. βάνουν(ε)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.