συμβιβάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμβιβάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμβιβάζω < σύν (συμ-) + βιβάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική compromise[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /siɱ.viˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμβιβάζω

Ρήμα

συμβιβάζω, αόρ.: συμβίβασα, παθ.φωνή: συμβιβάζομαι, π.αόρ.: συμβιβάστηκα, μτχ.π.π.: συμβιβασμένος

  1. συμβάλλω στη μείωση ή εξάλειψη των διαφορών δύο μερών με διάφορους τρόπους
     συνώνυμα: συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω
  2. κάνω κάτι συμβατό, το συνταιριάζω, το κάνει να συνάδει
    η ιδιότητα του βουλευτή δεν συμβιβάζεται με την άσκηση επαγγέλματος
     συνώνυμα: συνταιριάζω, συνδυάζω
  3.  δείτε και τη λέξη συμβιβάζομαι (παθητική φωνή)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συμβιβάζω < σύν (συμ-) + βιβάζω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

  1. συμβιβάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συμβιβάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.