σημάδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σημάδι | τα | σημάδια |
| γενική | του | σημαδιού | των | σημαδιών |
| αιτιατική | το | σημάδι | τα | σημάδια |
| κλητική | σημάδι | σημάδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σημάδι < μεσαιωνική ελληνική σημάδιον (υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού σῆμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈma.ði/
Ουσιαστικό
σημάδι ουδέτερο
- ακαθόριστο σημείο, σχήμα ή αντικείμενο που μπορεί να χρησιμεύσει σαν αναγνωριστικό
- (ειδικότερα) στόχος, σημείο ή αντικείμενο που χρησιμεύει για σκοποβολή
- (ειδικότερα) κάποια διαφοροποίηση στο δέρμα ενός ανθρώπου που χρησιμεύει σαν αναγνωριστικό (ουλή, μελανιά, τατουάζ κλπ)
- (μεταφορικά) προμήνυμα, φαινόμενο ή γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί πως κάτι πρόκειται να γίνει
Εκφράσεις
- ξέρω σημάδι: σκοπεύω πολύ καλά
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.