τέλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τέλος | τα | τέλη |
| γενική | του | τέλους | των | τελών |
| αιτιατική | το | τέλος | τα | τέλη |
| κλητική | τέλος | τέλη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τέλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈte.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέ‐λος
Ουσιαστικό
τέλος ουδέτερο
- το σημείο πέραν του οποίου δε συνεχίζεται μια ενέργεια ή ένα πράγμα, το έσχατο σημείο, το πέρας
- (μεταφορικά) ο θάνατος
- ※ Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου! (Κώστας Ταχτσής (1972). «Τα ρέστα». Συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα)
- (οικονομία) ο φόρος, ο δασμός (συνήθως στον πληθυντικό: τα τέλη)
- τέλος ακίνητης περιουσίας
- τα τέλη κυκλοφορίας, ταχυδρομικά τέλη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χρονικό ή τοπικό όριο
Πηγές
- τέλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τελεσ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | τέλος | τὰ | τέλη - τέλεᾰ | |
| γενική | τοῦ | τέλους - τέλεος | τῶν | τελῶν - τελέων | |
| δοτική | τῷ | τέλει - τέλεῐ̈ | τοῖς | τέλεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | τέλος | τὰ | τέλη - τέλεα | |
| κλητική ὦ! | τέλος | τέλη - τέλεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τέλει - τέλεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τελοῖν - τελέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- τέλος < τελ- με δυσχερή αναγωγή στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel- (κινώ, στρίβω) λόγω των τύπων τελεσ-[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τέλος ουδέτερο
- ολοκλήρωση, εκπλήρωση, αποτέλεσμα
- σκοπός
- λήξη, παύση
- απόφαση δίκης
- δασμός, έξοδο
- τελειότητα, πληρότητα
Συγγενικά
- τελικός
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τέλος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- τέλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.