ντύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈdi.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντύ‐νο‐μαι
Εκφράσεις
- ντύνομαι στα λευκά: (για γυναίκα) παντρεύομαι
- ντύνομαι στα μαύρα: κάποιος κοντινός μου πέθανε
Αντώνυμα
- γδύνομαι
- ξεντύνομαι
Μεταφράσεις
ντύνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.