πυρκαγιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρκαγιά οι πυρκαγιές
      γενική της πυρκαγιάς των πυρκαγιών
    αιτιατική την πυρκαγιά τις πυρκαγιές
     κλητική πυρκαγιά πυρκαγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρκαγιά < πυρκαϊά < αρχαία ελληνική πῦρ + καίω

Προφορά

ΔΦΑ : /piɾ.kaˈʝa/

Ουσιαστικό

πυρκαγιά θηλυκό (& πυρκαϊά)

  1. η φωτιά με τάση επέκτασης, συνήθως σε μεγάλη έκταση ή ένταση, που δεν μπορεί να κατασβηστεί από έναν άνθρωπο με απλά μέσα.
    Η πυρκαγιά στο βουνό Πάρνηθα ακόμα να κοπάσει, κάηκε όλη η πλευρά του βουνού.
    Ένας άνθρωπος σκοτώθηκε σε πυρκαγιά σε εργοστάσιο χημικών.
    Η πυρκαγιά ξεκίνησε από ένα ξεχασμένο τηγάνι στο μάτι της κουζίνας.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.