αξιολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αξιολογώ < αξιόλογ(ος) + -ώ < αρχαία ελληνική ἀξιόλογος < ἄξιος + λέγω. Μορφολογικά αναλύεται σε αξιο- + -λογώ.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ksi.o.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐λο‐γώ
Ρήμα
αξιολογώ, αόρ.: αξιολόγησα, παθ.φωνή: αξιολογούμαι, μτχ.π.ε.: αξιολογούμενος, π.αόρ.: αξιολογήθηκα, μτχ.π.π.: αξιολογημένος
- αποτιμώ την αξία ή τη σημασία (ανθρώπου, πράγματος, διαδικασίας κ.λπ.) με τρόπο αντικειμενικό και συγκριτικό
- παλιότερη γραφή: ἀξιολογῶ
Συγγενικά
- αξιολογημένος
- αξιολογούμενος
- αξιολογών, αξιολογούσα, αξιολογούν
- επαναξιολογώ & συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αξιολογώ | αξιολογούσα | θα αξιολογώ | να αξιολογώ | αξιολογώντας | |
| β' ενικ. | αξιολογείς | αξιολογούσες | θα αξιολογείς | να αξιολογείς | ||
| γ' ενικ. | αξιολογεί | αξιολογούσε | θα αξιολογεί | να αξιολογεί | ||
| α' πληθ. | αξιολογούμε | αξιολογούσαμε | θα αξιολογούμε | να αξιολογούμε | ||
| β' πληθ. | αξιολογείτε | αξιολογούσατε | θα αξιολογείτε | να αξιολογείτε | αξιολογείτε | |
| γ' πληθ. | αξιολογούν(ε) | αξιολογούσαν(ε) | θα αξιολογούν(ε) | να αξιολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αξιολόγησα | θα αξιολογήσω | να αξιολογήσω | αξιολογήσει | ||
| β' ενικ. | αξιολόγησες | θα αξιολογήσεις | να αξιολογήσεις | αξιολόγησε | ||
| γ' ενικ. | αξιολόγησε | θα αξιολογήσει | να αξιολογήσει | |||
| α' πληθ. | αξιολογήσαμε | θα αξιολογήσουμε | να αξιολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | αξιολογήσατε | θα αξιολογήσετε | να αξιολογήσετε | αξιολογήστε | ||
| γ' πληθ. | αξιολόγησαν αξιολογήσαν(ε) |
θα αξιολογήσουν(ε) | να αξιολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αξιολογήσει | είχα αξιολογήσει | θα έχω αξιολογήσει | να έχω αξιολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αξιολογήσει | είχες αξιολογήσει | θα έχεις αξιολογήσει | να έχεις αξιολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αξιολογήσει | είχε αξιολογήσει | θα έχει αξιολογήσει | να έχει αξιολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αξιολογήσει | είχαμε αξιολογήσει | θα έχουμε αξιολογήσει | να έχουμε αξιολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αξιολογήσει | είχατε αξιολογήσει | θα έχετε αξιολογήσει | να έχετε αξιολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αξιολογήσει | είχαν αξιολογήσει | θα έχουν αξιολογήσει | να έχουν αξιολογήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αξιολογούμαι | αξιολογούμουν | θα αξιολογούμαι | να αξιολογούμαι | ||
| β' ενικ. | αξιολογείσαι | αξιολογούσουν | θα αξιολογείσαι | να αξιολογείσαι | ||
| γ' ενικ. | αξιολογείται | αξιολογούνταν | θα αξιολογείται | να αξιολογείται | ||
| α' πληθ. | αξιολογούμαστε | αξιολογούμασταν αξιολογούμαστε |
θα αξιολογούμαστε | να αξιολογούμαστε | ||
| β' πληθ. | αξιολογείστε | αξιολογούσασταν αξιολογούσαστε |
θα αξιολογείστε | να αξιολογείστε | αξιολογείστε | |
| γ' πληθ. | αξιολογούνται | αξιολογούνταν | θα αξιολογούνται | να αξιολογούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αξιολογήθηκα | θα αξιολογηθώ | να αξιολογηθώ | αξιολογηθεί | ||
| β' ενικ. | αξιολογήθηκες | θα αξιολογηθείς | να αξιολογηθείς | αξιολογήσου | ||
| γ' ενικ. | αξιολογήθηκε | θα αξιολογηθεί | να αξιολογηθεί | |||
| α' πληθ. | αξιολογηθήκαμε | θα αξιολογηθούμε | να αξιολογηθούμε | |||
| β' πληθ. | αξιολογηθήκατε | θα αξιολογηθείτε | να αξιολογηθείτε | αξιολογηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αξιολογήθηκαν αξιολογηθήκαν(ε) |
θα αξιολογηθούν(ε) | να αξιολογηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αξιολογηθεί | είχα αξιολογηθεί | θα έχω αξιολογηθεί | να έχω αξιολογηθεί | αξιολογημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αξιολογηθεί | είχες αξιολογηθεί | θα έχεις αξιολογηθεί | να έχεις αξιολογηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αξιολογηθεί | είχε αξιολογηθεί | θα έχει αξιολογηθεί | να έχει αξιολογηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αξιολογηθεί | είχαμε αξιολογηθεί | θα έχουμε αξιολογηθεί | να έχουμε αξιολογηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αξιολογηθεί | είχατε αξιολογηθεί | θα έχετε αξιολογηθεί | να έχετε αξιολογηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αξιολογηθεί | είχαν αξιολογηθεί | θα έχουν αξιολογηθεί | να έχουν αξιολογηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αξιολογημένος - είμαστε, είστε, είναι αξιολογημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αξιολογημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αξιολογημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αξιολογημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αξιολογημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αξιολογημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αξιολογημένοι | |||||
Πηγές
- αξιολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αξιολογώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αξιολογώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.