σημαδεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σημαδεύω < σημάδι + -εύω

Ρήμα

σημαδεύω, πρτ.: σημάδευα, στ.μέλλ.: θα σημαδέψω, αόρ.: σημάδεψα, παθ.φωνή: σημαδεύομαι, μτχ.π.π.: σημαδεμένος

  1. χαράζω ή τυπώνω ένα χαρακτηριστικό σημάδι πάνω σε κάτι, για να μπορώ να το αναγνωρίσω αργότερα
  2. βάζω κάτι στο σημάδι μου, προσπαθώ να το πετύχω με βολή
     συνώνυμα: στοχεύω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.