βαλτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαλτός η βαλτή το βαλτό
      γενική του βαλτού της βαλτής του βαλτού
    αιτιατική τον βαλτό τη βαλτή το βαλτό
     κλητική βαλτέ βαλτή βαλτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαλτοί οι βαλτές τα βαλτά
      γενική των βαλτών των βαλτών των βαλτών
    αιτιατική τους βαλτούς τις βαλτές τα βαλτά
     κλητική βαλτοί βαλτές βαλτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαλτός < (βάζω) βαλ- + -τός

Προφορά

ΔΦΑ : /valˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλατός
τονικό παρώνυμο: βάλτος

Επίθετο

βαλτός, -ή, -ό

  1. που τον έχουν βάλει, που βάλθηκε, που είναι βαλμένος
  2. (ειδικότερα) που έχει εισχωρήσει, μετά από εντολή άλλων, σε μια ομάδα ατόμων παριστάνοντας τον ομοϊδεάτη τους, είτε για να τους παρακολουθεί είτε για να τους υποκινεί ή παρακινεί να κάνουν ενέργειες που, κανονικά, δεν θα έκαναν
    Τελικά ήταν βαλτός από τους γονείς μας για να μην πάμε στις διακοπές στα νησιά, αλλά να πάμε μαζί τους στο χωριό.
  3. (οικείο) που προσπαθεί επίμονα και με διάφορες δικαιολογίες και πλάγιους τρόπους να πετύχει κάτι στο οποίο δε συμφωνούν οι άλλοι
    Αυτός είναι βαλτός να μας γυρίσει πίσω, επιμένει ακόμα ότι τον πονάει η κοιλιά του.

Εκφράσεις

  • βαλτός είσαι;: λέγεται όταν κάποιος μας εκνευρίζει κάνοντας ή λέγοντας πράγματα που είναι φανερό ότι είναι αντίθετα με τα συμφέροντά μας.
     συνώνυμα: επίτηδες το κάνεις;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.