αποβιβάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποβιβάζω < αρχαία ελληνική ἀποβιβάζω < ἀπό + βιβάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.viˈva.zo/
Ρήμα
αποβιβάζω (παθητική φωνή: αποβιβάζομαι)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.