αποβιβάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποβιβάζω < αρχαία ελληνική ἀποβιβάζω < ἀπό + βιβάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.viˈva.zo/

Ρήμα

αποβιβάζω (παθητική φωνή: αποβιβάζομαι)

  1. κατεβάζω από κάποιο μέσο συγκοινωνίας
    1. από πλεούμενο
       συνώνυμα: ξεμπαρκάρω
     αντώνυμα: επιβιβάζω, (μπαρκάρω)
  2. (σπάνιο) ξεφορτώνω
  3. (στρατιωτικός όρος) κάνω απόβαση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.