σημειώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σημειώνω < ελληνιστική κοινή σημειόω / σημειῶ < αρχαία ελληνική σημεῖον < σῆμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰyeh₂- (σημειώνω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική noter)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.miˈo.no/

Ρήμα

σημειώνω (παθητική φωνή: σημειώνομαι)

  1. γράφω, καταγράφω κάτι για να το θυμάμαι
    σημείωσε το τηλέφωνό μου, σε παρακαλώ
  2. δίνω έμφαση, προσέχω ιδιαίτερα, λαμβάνω υπόψη μου, υπογραμμίζω
    σημειώστε ότι κερδίσαμε τον αγώνα με 10 παίκτες, μετά την αποβολή του Χ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.