απόβαλμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόβαλμα τα αποβάλματα
      γενική του αποβάλματος των αποβαλμάτων
    αιτιατική το απόβαλμα τα αποβάλματα
     κλητική απόβαλμα αποβάλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόβαλμα < μεσαιωνική ελληνική απόβαλμα

Ουσιαστικό

απόβαλμα ουδέτερο

  1. αποβολή
  2. έκτρωμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.