υποβιβάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποβιβάζω < αρχαία ελληνική ὑποβιβάζω
Ρήμα
υποβιβάζω, πρτ.: υποβίβαζα, στ.μέλλ.: θα υποβιβάσω, αόρ.: υποβίβασα, παθ.φωνή: υποβιβάζομαι, μτχ.π.π.: υποβιβασμένος
- κατεβάζω κάτι σε χαμηλότερο ποιοτικά επίπεδο
- τέτοιες ενέργειες υποβιβάζουν τον άνθρωπο σε κτήνος
- (αθλητισμός) κατεβάζω μια ομάδα σε χαμηλότερη κατηγορία
- το αθλητικό δικαστήριο υποβίβασε την ομάδα στην Δ' Κατηγορία λόγω του σκανδάλου των πουλημένων αγώνων
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποβιβάζω | υποβίβαζα | θα υποβιβάζω | να υποβιβάζω | υποβιβάζοντας | |
| β' ενικ. | υποβιβάζεις | υποβίβαζες | θα υποβιβάζεις | να υποβιβάζεις | υποβίβαζε | |
| γ' ενικ. | υποβιβάζει | υποβίβαζε | θα υποβιβάζει | να υποβιβάζει | ||
| α' πληθ. | υποβιβάζουμε | υποβιβάζαμε | θα υποβιβάζουμε | να υποβιβάζουμε | ||
| β' πληθ. | υποβιβάζετε | υποβιβάζατε | θα υποβιβάζετε | να υποβιβάζετε | υποβιβάζετε | |
| γ' πληθ. | υποβιβάζουν(ε) | υποβίβαζαν υποβιβάζαν(ε) |
θα υποβιβάζουν(ε) | να υποβιβάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποβίβασα | θα υποβιβάσω | να υποβιβάσω | υποβιβάσει | ||
| β' ενικ. | υποβίβασες | θα υποβιβάσεις | να υποβιβάσεις | υποβίβασε | ||
| γ' ενικ. | υποβίβασε | θα υποβιβάσει | να υποβιβάσει | |||
| α' πληθ. | υποβιβάσαμε | θα υποβιβάσουμε | να υποβιβάσουμε | |||
| β' πληθ. | υποβιβάσατε | θα υποβιβάσετε | να υποβιβάσετε | υποβιβάστε | ||
| γ' πληθ. | υποβίβασαν υποβιβάσαν(ε) |
θα υποβιβάσουν(ε) | να υποβιβάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποβιβάσει | είχα υποβιβάσει | θα έχω υποβιβάσει | να έχω υποβιβάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποβιβάσει | είχες υποβιβάσει | θα έχεις υποβιβάσει | να έχεις υποβιβάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποβιβάσει | είχε υποβιβάσει | θα έχει υποβιβάσει | να έχει υποβιβάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποβιβάσει | είχαμε υποβιβάσει | θα έχουμε υποβιβάσει | να έχουμε υποβιβάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποβιβάσει | είχατε υποβιβάσει | θα έχετε υποβιβάσει | να έχετε υποβιβάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποβιβάσει | είχαν υποβιβάσει | θα έχουν υποβιβάσει | να έχουν υποβιβάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.