βάλσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βάλσιμο | τα | βαλσίματα |
| γενική | του | βαλσίματος | των | βαλσιμάτων |
| αιτιατική | το | βάλσιμο | τα | βαλσίματα |
| κλητική | βάλσιμο | βαλσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βάλσιμο < μεσαιωνική ελληνική βάλσιμο < αρχαία ελληνική βάλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷelh₁-
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.