κιλό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιλό τα κιλά
      γενική του κιλού των κιλών
    αιτιατική το κιλό τα κιλά
     κλητική κιλό κιλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιλό < (λόγιο δάνειο) γαλλική kilo, σύντμηση του kilogramme (χιλιόγραμμο) < χιλιό-< χίλια + -γραμμο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιλό
ομόηχο: κυλώ

Ουσιαστικό

κιλό ουδέτερο

  • (μονάδα μέτρησης) το χιλιόγραμμο, μονάδα μέτρησης της μάζας, που χρησιμοποιείται όμως στη καθημερινή ζωή ως μονάδα του βάρους

Συγγενικά

  • κιλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κιλο- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.