κυριλλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυριλλικός η κυριλλική το κυριλλικό
      γενική του κυριλλικού της κυριλλικής του κυριλλικού
    αιτιατική τον κυριλλικό την κυριλλική το κυριλλικό
     κλητική κυριλλικέ κυριλλική κυριλλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυριλλικοί οι κυριλλικές τα κυριλλικά
      γενική των κυριλλικών των κυριλλικών των κυριλλικών
    αιτιατική τους κυριλλικούς τις κυριλλικές τα κυριλλικά
     κλητική κυριλλικοί κυριλλικές κυριλλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυριλλικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική cyrillique[1] < Cyrille < μεσαιωνική ελληνική Κύριλλος < αρχαία ελληνική κύριος

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ɾi.liˈkos/

Επίθετο

κυριλλικός

  • που έχει σχέση με τον Κύριλλο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή προέρχεται απ’ αυτόν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.