απαγγελία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απαγγελία | οι | απαγγελίες |
| γενική | της | απαγγελίας | των | απαγγελιών |
| αιτιατική | την | απαγγελία | τις | απαγγελίες |
| κλητική | απαγγελία | απαγγελίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απαγγελία < αρχαία ελληνική ἀπαγγελία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.paŋ.ɟeˈli.a/
Ουσιαστικό
απαγγελία θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.