απαγγελία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαγγελία οι απαγγελίες
      γενική της απαγγελίας των απαγγελιών
    αιτιατική την απαγγελία τις απαγγελίες
     κλητική απαγγελία απαγγελίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαγγελία < αρχαία ελληνική ἀπαγγελία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.paŋ.ɟeˈli.a/

Ουσιαστικό

απαγγελία θηλυκό

  1. η ανάγνωση ή η από μνήμης εκφώνηση ενός λογοτεχνικού (πεζού ή ποιητικού) κειμένου με ρυθμό, ύφος και χρώμα στη φωνή
    η απαγγελία του συγκίνησε το κοινό
  2. (νομικός όρος) η διατύπωση κατηγορίας από τον εισαγγελέα ή ένα αρμόδιο δικαστικό πρόσωπο εναντίον του κατηγορουμένου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.