κεφαλαίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεφαλαίο | τα | κεφαλαία |
| γενική | του | κεφαλαίου | των | κεφαλαίων |
| αιτιατική | το | κεφαλαίο | τα | κεφαλαία |
| κλητική | κεφαλαίο | κεφαλαία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.faˈle.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λαί‐ο
- τονικό παρώνυμο: κεφάλαιο
Ουσιαστικό
κεφαλαίο ουδέτερο
- (γραμματική) το σύμβολο του γράμματος που έχει μεγάλο ύψος για τη μεγαλογράμματη γραφή
- ελληνικό αλφάβητο: 24 ελληνικά κεφαλαία γράμματα: Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Σ, Τ, Υ, Φ, Χ, Ψ, Ω
- λατινικό αλφάβητο: 26 σύγχρονα λατινικά κεφαλαία γράμματα: A, B, C, D, E, F, G, H, I, J, K, L, M, N, O, P, Q, R, S, T, U, V, W, X, Y, Z
- κυριλλικό αλφάβητο: 33 κεφαλαία γράμματα του ρωσικού αλφαβήτου: А, Б, В, Г, Д, Е, Ё, Ж, З, И, Й, К, Л,М, Н, О, П, Р, С, Т, У, Ф, Х, Ц, Ч, Ш, Щ, Ъ, Ы, Ь, Э, Ю, Я
- και τα παλαιότερα I, Ѳ, Ѣ, Ѵ
- Παράρτημα:Γραμματική (νέα ελληνικά): Κεφαλαία
Αναφορές
- κεφαλαίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.