κεφαλαίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλαίο τα κεφαλαία
      γενική του κεφαλαίου των κεφαλαίων
    αιτιατική το κεφαλαίο τα κεφαλαία
     κλητική κεφαλαίο κεφαλαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεφαλαίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κεφαλαίος < κεφαλή, (απόδοση) γαλλική capitale[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.faˈle.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφαλαίο
τονικό παρώνυμο: κεφάλαιο

Ουσιαστικό

κεφαλαίο ουδέτερο

  • Παράρτημα:Γραμματική (νέα ελληνικά): Κεφαλαία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.