ρρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -ρρ- < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ρρ < αρχαία ελληνική ΡΡ
Σύμβολο
- (γράμματα, γραμματική) διπλό συμφωνικό γράμμα ρο ⟨ρ⟩ που γράφεται σε παράγωγα ή σύνθετα στις εξής περιπτώσεις:
- το εν-, παλι-, παν-, συν-, υπερ- + ⟨ρ⟩
- για λέξεις από τα αρχαία ελληνικά με δεύτερο συνθετικό που αρχίζει με ⟨ρ⟩: διατηρείται και στα νέα ελληνικά το ρ του δεύτερου συνθετικού που διπλασιαζόταν όταν βρισκόταν πριν από φωνήεν που ήταν βραχύχρονο [1]
- άρρητος (< αρχαία ελληνική ἄρρητος ᾰ- βραχύ + ῥητός)
- αιμορραγία (< αρχαία ελληνική αἱμορραγία ο (βραχύ) + -ρραγία < ῥήγνυμι),
- παλίρροια (< αρχαία ελληνική παλίρροια ῐ βραχύ + -ρροια < ῥέω)
- ενώ όταν το φωνήεν ήταν μακρόχρονο, το ρ δεν διπλασιαζόταν
- εύρυθμος > αρχαία ελληνική εὔρυθμος [1]
- σε νεότερες συνθέσεις
- αν είναι δάνεια, γράφεται το διπλό ρρ όταν και τα δύο συνθετικά προέρχονται από αρχαίες λέξεις
- ηχο-ρρύπανση αλλά αφισο-ρύπανση)
- όταν είναι λόγιες συνθέσεις γράφεται διπλό ρρ
- εμπορο-ρράπτης
- αλλά όχι στις λαϊκές συνθέσεις
- καλο-ραμμένος συχνο-ρωτάω
- αν είναι δάνεια, γράφεται το διπλό ρρ όταν και τα δύο συνθετικά προέρχονται από αρχαίες λέξεις
- στους αόριστους ρημάτων με αύξηση που είχαν διπλό ρο, απλοποιείται
- αρχαία ελληνική ῥάπτω, αόριστος ἔρραψα - κοινή νεοελληνική ράβω, αόριστος με απλοποιημένη γραφή έραψα
- αλλά όχι όταν ήδη υπάρχει στον ενεστώτα, σε λόγια λέξη
- αρχαία ελληνική συρράπτω, αόριστος συνέρραψα - κοινή νεοελληνική συνέρραψα
Αναφορές
Πηγές
- Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8 κεφ.8.7.1, Διπλά συμφωνικά γράμματα, 8.7.2, Η ειδική περίπτωση του ⟨ρρ⟩ ή ⟨ρ⟩
- «ρρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Σύμβολο
- (μεσαιωνικά ελληνικά ή όψιμη ελληνιστική κοινή, γράμματα, γραμματική) συμφωνικό σύμπλεγμα με διπλό ρο ⟨ρ⟩ σε συνθέσεις με δεύτερο συνθετικό που αρχίζει από ρο όταν προηγείται φωνήεν που ήταν βραχύχρονο
- ἀπο-ρραντίζω (< (ελληνιστική κοινή) ῥαντίζω)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- -ρρ-: γραφόταν με κεφαλαία ⟨ΡΡ⟩
Σημειώσεις
- Μεταγράφεται, όπως και όλες οι λέξεις των αρχαίων ελληνικών με μικρογράμματη γραφή.
- Στο Βικιλεξικό το ⟨ρρ⟩ γράφεται χωρίς πνεύματα ⟨ῤῥ⟩ κατά την πρακτική των λεξικών των πηγών μας, όπως το LSJ (Liddell-Scott-Jones), DGE
Πότε έχουμε ⟨ρρ⟩ στα αρχαία ελληνικά:
- Λήμματα με 'σύνθετα με δεύτερο συνθετικό -ρρ...' στην Κατηγορία:Αρχαία ελληνικά στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ρρ @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
- Ρ - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.