πεζό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεζό τα πεζά
      γενική του πεζού των πεζών
    αιτιατική το πεζό τα πεζά
     κλητική πεζό πεζά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεζό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεζός

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈzo/
τονικό παρώνυμο: παίζω

Ουσιαστικό

πεζό ουδέτερο

  1. (λογοτεχνία) λογοτεχνικό έργο σε πεζό λόγο
     συνώνυμα: πεζογράφημα
  2. (γραμματική) γράμμα μικρού μεγέθους για τη μικρογράμματη γραφή
     συνώνυμα: μικρό
     αντώνυμα: κεφαλαίο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πεζό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.