P

Αυτή η σελίδα είναι για το λατινικό P (p). Για το ελληνικό ρο, δείτε Ρ.

Διεθνείς όροι

Ετυμολογία

P < το κεφαλαίο P του λατινικού αλφαβήτου.
(για το φώδφορο) < αγγλική phosphorus
(για το αμινοξύ) < αγγλική proline

Σύμβολο

P

  1. (χημεία) το διεθνές σύμβολο του φωσφόρου
  2. (μαθηματικά) σύμβολο του προθήματος μονάδας peta-.
  3. (βιοχημεία) σύμβολο του αμινοξέος προλίνη. Συντομογραφείται και ως Pro

Αζεριανά (az)

Χαρακτήρας

P

  P

  • γράμμα του αζεριανού αλφάβητου
  • γράμμα του αζεριανού κυριλλικού αλφάβητου
Αζεριανό αλφάβητο
Αραβικό Λατινικό Κυριλικό Λατινικό IPA
—19181918—-19391958—-19911991—
پP pП пP p
ΔΦΑ : /p/
R rP pR r
ΔΦΑ : /r/



Γερμανικά (de)

Ετυμολογία

P < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

P αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.