P
Διεθνείς όροι
Ετυμολογία
- P < το κεφαλαίο P του λατινικού αλφαβήτου.
- (για το φώδφορο) < αγγλική phosphorus
- (για το αμινοξύ) < αγγλική proline
Αζεριανά (az)
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- P < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.