εκατό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκατό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἑκατό < αρχαία ελληνική ἑκατόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sm̥-ḱm̥tóm < *sem- (ένας) + *ḱm̥tóm (< *déḱm̥: δέκα)
Αριθμητικό
εκατό άκλιτο
- το απόλυτο αριθμητικό (100) που ακολουθεί το ενενήντα εννέα και προηγείται του εκατόν ένα
Παράγωγα
| αριθμητικά | |
| απόλυτο: | εκατό |
| ψηφίο: | εκατό, κατοστάρι |
| τακτικό: | εκατοστός |
| πολλαπλασιαστικό: | εκατονταπλός |
| αναλογικό: | εκατονταπλάσιος |
| περιληπτικό: | εκατοντάδα, κατοσταριά |
| επίρρημα: | εκατοντάκις |
| πρόθημα: | εκατο-, εκατοντα- |
| χρονικά | |
| λεπτά: | εκατοντάλεπτο |
| ώρες: | εκατοντάωρο |
| ημέρες: | εκατονταήμερο |
| μήνες: | εκατοντάμηνο |
| έτη: | εκατονταετία |
| διάρκεια: | εκατονταετής, εκατονταετές - εκατοντάχρονος, εκατοντάχρονη, εκατοντάχρονο |
Συγγενικά
- εκατονταετηρίδα
- εκατοντάχρονα
- εκατόνταρχος
- εκατομμύριο
- εκατο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εκατο- στο Βικιλεξικό
Ουσιαστικό
εκατό ουδέτερο άκλιτο
- ο αριθμός τηλεφώνου της υπηρεσίας άμεσης δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας
- ↪ πάρε το εκατό
- (κατ’ επέκταση) η υπηρεσία άμεσης δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας
- ↪ το εκατό ήρθε αμέσως και τον έδιωξε
-
εκατό στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
απόλυτο αριθμητικό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.