νέα ελληνικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | νέα ελληνικά | ||
| γενική | των | νέων ελληνικών | ||
| αιτιατική | τα | νέα ελληνικά | ||
| κλητική | νέα ελληνικά | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νέα ελληνικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο των επιθέτων νέος & ελληνικός
Πολυλεκτικός όρος
νέα ελληνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η νέα ελληνική γλώσσα → δείτε τη λέξη ελληνικά
- η νεότερη ιστορική περίοδος της ελληνικής γλώσσας σε αντιδιαστολή με τα αρχαία ελληνικά, ή άλλες ιστορικές φάσεις, ή εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας
- Στο Βικιλεξικό, νοείται ως η περίοδος από το 1669 (τέλος της κρητικής λογοτεχνίας) έως σήμερα περιλαμβανομένων διαλέκτων, ιδιωμάτων, καθαρεύουσας, δημοτικής και τελικά, της κοινής νεοελληνικής του 20ού αιώνα. (Η περίοδος 1453‑1669 χαρακτηρίζεται στα λεξικά είτε ως όψιμη μεσαιωνική, είτε ως πρώιμη νεοελληνική).
- (ειδικότερα) η κοινή νεοελληνική
- η νεότερη ιστορική περίοδος της ελληνικής γλώσσας σε αντιδιαστολή με τα αρχαία ελληνικά, ή άλλες ιστορικές φάσεις, ή εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας
Ταυτόσημο
- νέα ελληνική (γλώσσα)
- νεοελληνικά
- νεοελληνική (γλώσσα)
- Νέα ελληνικά στο Βικιλεξικό
- δημοτική (γλώσσα)
- → δείτε τη λέξη ελληνικά για νεοελληνικές διαλέκτους και είδη ελληνικής γλώσσας
-
Νέα ελληνική γλώσσα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.