τρόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρόμος οι τρόμοι
      γενική του τρόμου των τρόμων
    αιτιατική τον τρόμο τους τρόμους
     κλητική τρόμε τρόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρόμος < αρχαία ελληνική τρόμος < τρέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trem- (τρέμω) < *ter- (αδύναμος, τρυφερός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾo.mos/

Ουσιαστικό

τρόμος αρσενικό

  1. πολύ ισχυρός φόβος
    τον κυρίευσε τρόμος
  2. αυτός ή αυτό που προκαλεί ισχυρό φόβο, που τρομοκρατεί
    από μικρό παιδί ήταν ο φόβος και ο τρόμος του σχολείου του
  3. (ιατρική) το να τρέμει κάποιος από ψυχοσωματική ένταση ή ασθένεια· γρήγορη και σύντομη παλμική κίνηση του σώματος ή των άκρων· τρεμούλιασμα, τρεμούλα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.