σκότος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκότος | τα | σκότη |
| γενική | του | σκότους | — | |
| αιτιατική | το | σκότος | τα | σκότη |
| κλητική | σκότος | σκότη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκότος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκότος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsko.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκό‐τος
Ουσιαστικό
σκότος ουδέτερο
- (λόγιο) το σκοτάδι, ο ζόφος
- ※ «Μη σκιάζεστε στα σκότη! Η λευθεριά // σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι // της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει» (Ιωάννης Πολέμης, Το κρυφό σχολειό, τελευταίοι στίχοι)
- ※ Πενθέας: Καί <τα όργια> αὐτά τά κάνεις νύχτα μέρα; Διόνυσος: Μᾶλλον τη νύχτα. Ἔχει σεμνότητα τό σκότος (Ευριπίδης, Βάκχες σε απόδοση Κώστα Βάρναλη)
- η κακία, ο χώρος των δυνάμεων του Κακού
- ↪ ο άρχων του σκότους (στην ορθόδοξη εκκλ. για το Σατανά)
- ↪ ο πρίγκιπας του σκότους (ο Shakespeare (Σαίξπηρ) για το Σατανά)
Συγγενικά
- απόσκοτος
- πικρόσκοτος
- σκιά, σκιερός, βαθύσκιωτος, βαθύσκιος
- σκοταδιστής, σκοταδισμός
- σκοτεινός
- σκοτία
- σκοτίζομαι
- σκοτοδίνη
- σκοτώνω
- συσκοτίζω
- συσκότιση
- τρίσκοτος
Μεταφράσεις
σκότος
|
→ δείτε τη λέξη σκοτάδι |
Αναφορές
- σκότος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκότος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκότος
Ουσιαστικό
σκότος ουδέτερο
- σκότος, σκοτάδι, σκοτεινιά
- σκοτεινιά από κακοκαιρία
- (μεταφορικά) άγνοια, πνευματική σύγχυση
- σκότο (ουδέτερο)
- σκότη (θηλυκό, Κύπρος)
Συγγενικά
με σκοτα-, σκοτι-
ετυμολογικό πεδίο
σκοτο- σκοτι-
σκοτο- σκοτι-
- σκοτάδιον, σκοτάδιν
- σκοτάζω
- σκότασις
- σκοτασμός
- σκοτιδιάζω
- σκοτίδιν
- σκοτίζω
- σκότιος
- σκότισις, σκότιση
- σκοτισμάρα
- σκοτισμός
- σκοτοδίνησις
- σκοτοδινία
- σκοτοδινίασις
- σκοτοδινιῶ
- σκοτόδινος
- σκοτοδινῶ
- σκοτασία
- σκότασμα
- σκοτούρα
- σκοτοφόρος
- σκοτῶ
- σκοτώνω & συγγενικά
με σκοτειν-
- → δείτε τη λέξη σκοτεινός
Πηγές
- σελ.312, 313 Τόμος 20 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σκότος | οἱ | σκότοι |
| γενική | τοῦ | σκότου | τῶν | σκότων |
| δοτική | τῷ | σκότῳ | τοῖς | σκότοις |
| αιτιατική | τὸν | σκότον | τοὺς | σκότους |
| κλητική ὦ! | σκότε | σκότοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκότω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκότοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | σκότος | τὰ | σκότη - σκότεᾰ |
| γενική | τοῦ | σκότους - σκότεος | τῶν | σκοτῶν - σκοτέων |
| δοτική | τῷ | σκότει - σκότεῐ̈ | τοῖς | σκότεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | σκότος | τὰ | σκότη - σκότεα |
| κλητική ὦ! | σκότος | σκότη - σκότεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκότει - σκότεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκοτοῖν - σκοτέοιν | ||
| Σπανιότερο από το αρσενικό, μεταγενέστερο. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκότος αρσενικό στον Όμηρο και στους ποιητές ουδέτερο μεταγενέστερα
- το σκότος, το σκοτάδι, το αντίθετο της μέρας, του φωτός, η σκιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 336-390 αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἷζεν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ᾽ αἶψα
- ξεμάκρινε από την φωτιά ο Οδυσσέας και στράφηκε αμέσως προς το σκοτάδι <για να μην τον γνωρίσει η Ευρύκλεια,>
- Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης@greek-language.gr
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 336-390 αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἷζεν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ᾽ αἶψα
- το σκοτάδι του θανάτου
- ↪ σκότον εἶναι τεθνηκότος
- η τυφλότητα
- ↪ σκότου νέφος
- ζαλάδα, ίλιγγος, σκοτοδίνη
- απάτη, δόλος
- άγνοια, αφάνεια
- (ελληνιστική σημασία) (θρησκεία) η ανυπαρξία, η κατάσταση πριν από τη δημιουργία
- ※ ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. (Γένεσις, 1, Μετάφραση των Εβδομήκοντα)
- σκότεος (ασυναίρετο)
Παράγωγα
- σκοταῖος
- σκοτεινός
- σκοτεινότης
- σκοτία
- σκοτίζω
- σκότιος
- σκοτόεις
- σκοτόω
- σκότωμα
- σκότωσις
- σκοτάζει (απρόσωπο: σκοτεινιάζει)
Συγγενικά
- ίσως η οικογένεια λέξεων της σκιάς
Σύνθετα
- σκοτώδης
- σκοτοβινιάω ( βινιέω)
- σκοτοδινέω και σκοτοδιανιάω
- σκοτοδινία, σκοτοδινίασις
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- σκότος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκότος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.