ὕδωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὕδωρ < πρωτοελληνική *údōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wódr̥ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wed-. Συγγενή: αρχαία ελληνική ὕω, λατινική unda, σανσκριτική उदन् (udán), χεττιτική 𒉿𒀀𒋻 (wa-a-tar), παλαιά αρμενική գետ (get) (ποταμός), γοτθική 𐍅𐌰𐍄𐍉 (watō), παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική вода (βόντα), αγγλοσαξονική wæter (> αγγλική water).

Ουσιαστικό

ὕδωρ, -ᾰτος ουδέτερο

  1. νερό
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 110 (109-110)
    κήρυκες δ᾽ αὐτοῖσι καὶ ὀτρηροὶ θεράποντες | οἱ μὲν ἄρ᾽ οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ,
    Κήρυκες και παιδόπουλα πρόθυμα τους υπηρετούσαν: | άλλοι να σμίγουν σε κρατήρες με νερό κρασί,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 317 (315-317)
    οἳ δὲ κατ᾽ αὐτὸν | κύκνοι ἀερσιπόται μεγάλ᾽ ἤπυον, οἵ ῥά τε πολλοὶ | νῆχον ἐπ᾽ ἄκρον ὕδωρ· παρὰ δ᾽ ἰχθύες ἐκλονέοντο·
    Στα μέρη του | κύκνοι φωνάζαν δυνατά καθώς ψηλά πετούσαν, μα οι πιο πολλοί | απάνω στο νερό κολύμπαγαν. Δίπλα χοροπηδούσαν ψάρια.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 49.5
    καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ᾽ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ᾽ ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ᾽ ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν.
    Το σώμα, εξωτερικά, δεν ήταν, στην αφή, πολύ θερμό ούτε κίτρινο, αλλά κοκκινωπό και χλωμό, γεμάτο φουσκαλίδες κι εξανθήματα. Όμως, ο εσωτερικός πυρετός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε οι άρρωστοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα πιο λεπτά ρούχα ούτε σεντόνια ούτε άλλο τι και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση αν μπορούσαν να μπουν σε δροσερό νερό.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
  2. (σπάνια) το θαλασσινό νερό
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
    • 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 482 (480-483)
      καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι | ἔκβαλον· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ· | τοὺς δ᾽ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ, | ἔνθα με Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
      Την πέταξαν τότε στη θάλασσα, λεία στις φώκιες και στα ψάρια — | κι έμεινα μοναχός εγώ, με την καρδιά βαριά. | Άνεμος και νερό τούς προσαράζουν τέλος στην Ιθάκη, | όπου ο Λαέρτης με ξαγόρασε με τα δικά του πλούτη.
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
    • 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 470 (468-470)
      ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐκ εἴων, ἀνὰ δ᾽ ὀφρύσι νεῦον ἑκάστῳ, | κλαίειν· ἀλλ᾽ ἐκέλευσα θοῶς καλλίτριχα μῆλα | πόλλ᾽ ἐν νηῒ βαλόντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ.
      Κι όμως εγώ, κάνοντας νεύμα στον καθένα, | έδειξα πως δεν πρέπει να θρηνούν· προστάζοντας, μόλις φορτώσουν τα πολλά καλόμαλλα βοσκήματα | στο πλοίο, να ξανοιχτούμε ευθύς στην αλμυρή τη θάλασσα.
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  3. (μετεωρολογία) βροχή
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 87.2
    'τὸν μὲν δακρύοντα ἐπικαλέεσθαι τὸν θεόν, ἐκ δὲ αἰθρίης τε καὶ νηνεμίης συνδραμεῖν ἐξαπίνης νέφεα καὶ χειμῶνά τε καταρραγῆναι καὶ ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ, κατασβεσθῆναί τε τὴν πυρήν.
    Αυτός με δάκρυα στα μάτια επικαλούνταν το θεό, και ξαφνικά, ενώ ήταν ο ουρανός καθαρός και δεν φυσούσε διόλου, μαζεύτηκαν σύννεφα και ξέσπασε καταιγίδα κι έπεσε ραγδαία βροχή και έσβησε η πυρά ολότελα.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 70.1
    καὶ ξυνέβη βροντάς τε ἅμα τινὰς γενέσθαι καὶ ἀστραπὰς καὶ ὕδωρ πολύ,
    Έτυχε ν᾽ αστράψει και να βροντήσει και να πέσει δυνατή βροχή.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
  4. (γενικότερα) καθετί υγρό
  5. τμήμα του αστερισμού του Υδροχόου
  6. (σε δικανικές φράσεις) το νερό της κλεψύδρας
      4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Ἔφεσις πρὸς Εὐβουλίδην, 21 @scaife.perseus
    σὺ δʼ ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ.
    και εσύ σταμάτησε το νερό [στην κλεψύδρα].
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
      4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Στεφάνου ψευδομαρτυριῶν α′, 86 @scaife.perseus
    πολλὰ δʼ ἔχων εἰπεῖν περὶ ὧν ὕβρισμαι, οὐχ ἱκανὸν τὸ ὕδωρ ὁρῶ μοι.

Παροιμίες

  • γράφειν τι εἰς ὕδωρ

Συγγενικά

  • κλεψύδρα
  • ὑδάτινος
  • ὑδάτιον
  • ὑδατολογία
  • ὕδρα
  • ὑδράργυρος
  • ὑδρατμός
  • ὑδραυλικός
  • ὕδραυλος
  • ὑδρεία
  • ὑδρεῖον
  • ὑδρεκδοχεῖον
  • ὑδρέλαιον
  • ὑδρεντεροκήλη
  • Ὕδρεος
  • ὕδρευμα
  • ὑδρεύς
  • ὕδρευσις
  • ὑδρευτής
  • ὑδρευτικός
  • ὑδρεύω
  • ὑδρηγός
  • ὑδρηλός
  • ὑδρηρόν
  • ὑδρηρός
  • ὑδρηχόος
  • ὑδρήχοος
  • ὑδρία
  • ὑδριάς
  • ὑδριαφόρος
  • ὑδρίδιον
  • ὑδρινεῖον
  • ὑδρίον
  • ὕδριος
  • ὑδρίσκη
  • ὑδρο-
  • ὑδρογονικός
  • ὑδροδοχεῖον
  • ὑδροδόχος
  • ὑδρόδρομος
  • ὑδροειδής
  • ὑδρόεις
  • ὑδροκήλη
  • ὑδρολόγιον
  • ὑδρομᾰντείᾱ
  • ὑδροσέλῑνον
  • ὑδροφοβία
  • ὑδροφῠ́λᾰξ
  • ὑδροχόη
  • ὑδροχόος
  • ὑδρόχυτος
  • ὑδροψυγεῖον
  • ὑδροψύκτιον
  • ὕδρω
  • ὑδρώδης
  • ὕδρωμα
  • Ὑδρών
  • ὑδρών
  • ὑδρωπία
  • ὕδρωψ

Απόγονοι

ὕδωρ (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: ύδωρ, υδρο-, υδρό-, υδρ-
τσακωνικά: ύο
αγγλικά: hydro-
γαλλικά: hydro-

Κλίση

κλιτικοί τύποι:

  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού: ὕδωρ
  • γενική ενικού: ὕδατος
  • δοτική ενικού: ὕδατι, επικός τύπος: ὕδει
  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού: ὕδατε
  • γενική και δοτική δυϊκού: ὑδάτοιν
  • ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού: ὕδατα
  • γενική πληθυντικού: ὑδάτων
  • δοτική πληθυντικού: ὕδασι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.