τυφλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυφλότητα οι τυφλότητες
      γενική της τυφλότητας των τυφλοτήτων
    αιτιατική την τυφλότητα τις τυφλότητες
     κλητική τυφλότητα τυφλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυφλότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τυφλότητα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.