σκοτοδινία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σκοτοδινίᾱ | αἱ | σκοτοδινίαι |
| γενική | τῆς | σκοτοδινίᾱς | τῶν | σκοτοδινιῶν |
| δοτική | τῇ | σκοτοδινίᾳ | ταῖς | σκοτοδινίαις |
| αιτιατική | τὴν | σκοτοδινίᾱν | τὰς | σκοτοδινίᾱς |
| κλητική ὦ! | σκοτοδινίᾱ | σκοτοδινίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκοτοδινίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκοτοδινίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- ιωνικός τύπος : σκοτοδινίη
Αναφορές
- σκοτοδίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σκοτοδινία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.