σκοτοδινία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκοτοδινί αἱ σκοτοδινίαι
      γενική τῆς σκοτοδινίᾱς τῶν σκοτοδινιῶν
      δοτική τῇ σκοτοδινί ταῖς σκοτοδινίαις
    αιτιατική τὴν σκοτοδινίᾱν τὰς σκοτοδινίᾱς
     κλητική ! σκοτοδινί σκοτοδινίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκοτοδινί
γεν-δοτ τοῖν  σκοτοδινίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκοτοδινία < σκότο(ς) + δίν(η) + -ία[1]

Ουσιαστικό

σκοτοδινία, -ας θηλυκό

  • ιωνικός τύπος: σκοτοδινίη

Συγγενικά

  • σκοτοδινέω
  • σκοτοδινιάω
  • σκοτόδινος
  • σκοτοδίνως

 και δείτε τις λέξεις σκότος και δίνη

Αναφορές

  1. σκοτοδίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.