βαθύσκιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθύσκιος | η | βαθύσκια | το | βαθύσκιο |
| γενική | του | βαθύσκιου | της | βαθύσκιας | του | βαθύσκιου |
| αιτιατική | τον | βαθύσκιο | τη | βαθύσκια | το | βαθύσκιο |
| κλητική | βαθύσκιε | βαθύσκια | βαθύσκιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθύσκιοι | οι | βαθύσκιες | τα | βαθύσκια |
| γενική | των | βαθύσκιων | των | βαθύσκιων | των | βαθύσκιων |
| αιτιατική | τους | βαθύσκιους | τις | βαθύσκιες | τα | βαθύσκια |
| κλητική | βαθύσκιοι | βαθύσκιες | βαθύσκια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθύσκιος < βαθύ- + ίσκι(ος) με απλοποίηση της προφοράς των δύο όμοιων φωνηέντων + κατάληξη επιθέτων -ος.[1] Ή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαθύσκιος. Συγκρίνετε με το αρχαίο βαθύσκιος.[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈθi.scos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θύ‐σκιος
Μεταφράσεις
βαθύσκιος
|
Αναφορές
- βαθύσκιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βαθύσκιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Πηγές
- βαθύσκιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βαθύσκιος | τὸ | βαθύσκιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βαθυσκίου | τοῦ | βαθυσκίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βαθυσκίῳ | τῷ | βαθυσκίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βαθύσκιον | τὸ | βαθύσκιον | ||
| κλητική ὦ! | βαθύσκιε | βαθύσκιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βαθύσκιοι | τὰ | βαθύσκιᾰ | ||
| γενική | τῶν | βαθυσκίων | τῶν | βαθυσκίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βαθυσκίοις | τοῖς | βαθυσκίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βαθυσκίους | τὰ | βαθύσκιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βαθύσκιοι | βαθύσκιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαθυσκίω | τὼ | βαθυσκίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαθυσκίοιν | τοῖν | βαθυσκίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- βαθύσκιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαθύσκιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.