σκοτιδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sko.tiˈðʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐τι‐διά‐ζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
σκοτιδιάζω
|
→ δείτε τη λέξη σκοτεινιάζω |
Αναφορές
- σκοτιδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.