άγνοια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άγνοια | οι | άγνοιες |
| γενική | της | άγνοιας | των | αγνοιών |
| αιτιατική | την | άγνοια | τις | άγνοιες |
| κλητική | άγνοια | άγνοιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άγνοια < αρχαία ελληνική ἄγνοια
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ɣni.a/
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.